- πρασίνισμα
- το, -ατοςη πράξη και το αποτέλεσμα του πρασινίζω, το βάψιμο με χρώμα πράσινο: Δύσκολα βγαίνει ο λεκές από πρασίνισμα χορταριού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πρασίνισμα — ατος, το, Ν [πρασινίζω] 1. βαφή με πράσινο χρώμα ή απόκτηση πράσινου χρώματος 2. (φυτοπαθ.) η εμφάνιση πράσινου χρώματος σε τμήματα ενός φυτού τα οποία, κανονικά, δεν είναι πράσινα, φαινόμενο τού οποίου σημαντικότερη περίπτωση είναι η χλωρανθία,… … Dictionary of Greek
χλόισμα — το, Ν [χλοΐζω] πρασίνισμα από την βλάστηση … Dictionary of Greek